- ἰτρίων
- ἴτριονcakeneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιτριοπώλης — ἰτριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής ιτρίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο πώλης, παγο πώλης] … Dictionary of Greek